- χέρσινος
- -ίνη, -ον, Αο χερσαίος («χέρσιναι χελῶναι», Πλίν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < χέρσος + κατάλ. -ινος (πρβλ. λίθ-ινος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χέρσινον — χέρσινος masc acc sg χέρσινος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)